Γκίλμπερτ και Τζορτζ — (Gilbert and George). Καλλιτεχνικό όνομα του εικαστικού διδύμου των Γκίλμπερτ Προς (Gilbert Proesch,Σαν Μαρτίνο 1943–) και Τζορτζ Πάσμορ (George Passmore, Πλίμουθ 1942–). Ο Γκίλμπερτ γεννήθηκε και μεγάλωσε στη μικρή πόλη Σαν Μαρτίνο των ιταλικών… … Dictionary of Greek
Γκίλμπερτ, νησιά — Νησιωτικό σύμπλεγμα (264 τ. χλμ., 94.149 κάτ. το 2001) του δυτικού Ειρηνικού ωκεανού. Τα 16 νησιά της ομάδας ανήκουν στη Δημοκρατία του Κιριμπάτι, η οποία ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη το 1979. Το βόρειο τμήμα του συμπλέγματος καταλαμβάνουν τα νησιά… … Dictionary of Greek
Γκίλμπερτ, Γκρόουβ Καρλ — (Grove KarlGilbert,1843 – 1918). Αμερικανός γεωλόγος. Έλαβε μέρος στις μεγάλες επιστημονικές αποστολές στην αμερικανική Δύση. Είναι συγγραφέας του σημαντικού έργου Η λίμνη της Μπονβίλ (1890), όπου περιέγραψε τις βαθμίδες της λίμνης και απέδειξε… … Dictionary of Greek
Γκίλμπερτ, Γουίλιαμ — (William Gilbert, Κόλτσεστερ 1544 – Λονδίνο 1603). Άγγλος γιατρός και φυσικός. Ολοκλήρωσε τις ιατρικές του σπουδές στο Κέιμπριτζ το 1569 και εγκαταστάθηκε το 1573 στο Λονδίνο, όπου εργάστηκε ως γιατρός. Υπήρξε μέλος του Κολεγίου του Αγίου Ιωάννη… … Dictionary of Greek
Γκίλμπερτ, Γουόλτερ — (Walter Gilbert, Βοστόνη 1932 –). Αμερικανός φυσικοχημικός. Σπούδασε φυσική και χημεία στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και συνέχισε στο ίδιο πανεπιστήμιο τις μεταπτυχιακές σπουδές του. Αργότερα μεταπήδησε στο Κέιμπριτζ, όπου πραγματοποίησε και τη… … Dictionary of Greek
Γκίλμπερτ, Τζόζεφ Χένρι — (Joseph Henry Gilbert, Χαλ 1817 – Χάρπεντεν 1901).Άγγλος χημικός και αγρονόμος. Εργάστηκε ως βοηθός στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου και διακρίθηκε για τις έρευνές του στη γεωργική χημεία. Σε συνεργασία με τον Τζον Λόους, το 1843, αντικατέστησε τη… … Dictionary of Greek
Γκίλμπερτ, Χάμφρεϊ — (Sir Humphrey Gilbert, 1537 – 1583).Άγγλος θαλασσοπόρος. Υπήρξε από τους πρώτους υποστηρικτές του αποικισμού της Νέας Γης στην Αγγλία. Με το βιβλίο του Λόγος προς απόδειξη της υπάρξεως περάσματος από βορειοδυτικά προς την Κατάη (Κίνα) και τις… … Dictionary of Greek
Γκίλμπερτ, Χένρι Φράνκλιν Μπέλκναπ — (Henry Franklin Belknap Gilbert, 1868 – 1928). Αμερικανός μουσικός. Υπήρξε μαθητής του Ε. Μακ Ντόουελ. Συνέθεσε πολλά έργα για ορχήστρα, εμπνευσμένα από εθνικούς σκοπούς. Τα σπουδαιότερα έργα του είναι οι Αμερικανικοί χοροί.Συγκέντρωσε επίσης σε… … Dictionary of Greek
Λιούις, Γκίλμπερτ Νιούτον — (Gilbert Newton Lewis, Μασαχουσέτη 1875 – Μπέρκλεϊ 1946). Αμερικανός χημικός και πανεπιστημιακός. Το 1899 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και στη συνέχεια (1907) διετέλεσε καθηγητής στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της … Dictionary of Greek
Μάρεϊ, Γκίλμπερτ — (Gilbert Murray, Σίδνεϊ Αυστραλίας, 1866 – Οξφόρδη, 1957). Άγγλος φιλόλογος. Διετέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια της Γλασκόβης και της Οξφόρδης. Επιμελήθηκε την οξφορδιανή έκδοση του Αισχύλου και του Ευριπίδη, τις τραγωδίες των οποίων μετάφρασε… … Dictionary of Greek